πυκνοπνεύματος

πυκνοπνεύματος
πυκνοπνεύματος
having rapid respiration
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πυκνοπνεύματος — ον, Α αυτός που έχει ταχεία αναπνοή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + πνεῦμα, ατος (πρβλ. απο πνεύματος)] …   Dictionary of Greek

  • πυκνοπνεύματον — πυκνοπνεύματος having rapid respiration masc/fem acc sg πυκνοπνεύματος having rapid respiration neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”